νεόφυτα

νεόφυτα
νεόφυτος
newly planted
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • новыи — (734) пр. 1.Новый, прежде не бывший, впервые созданный: не можаста кѹпити новы мрѣжа на ловлѥниѥ рыбамъ. нъ ветъхы съшиваста. СбТр ХII/ХIII, 16; о зданиi новыхъ домовъ. и ѡ поновлении ветъхыхъ. (περὶ καινоτоμιῶν) КР 1284, 317в; ѡц҃ь нашь сава.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • отърасль — ОТЪРАСЛ|Ь (15), И с. 1.Отросток, побег растения: и ѹвидѣ ст҃а˫а древо желѣзно имѣющь ѿрасли и вѣтвиѥ желѣзно. СбТр XII/XIII, 32 об.; не ѧдуще мѧса, но ѿрасли ѿ древа и воду приимающю [в др. сп. приимающе] (ἀκροδρύοις) ГА XIV1, 273б; го(д) су(х)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μόσχευμα — Κάθε τμήμα βλαστού, ρίζας, φύλλων ή ακόμα και πέταλα, που, όταν κοπούν από το μητρικό φυτό και βρεθούν κάτω από ειδικές συνθήκες, έχουν την ικανότητα να αναπαράγουν το φυτό από το οποίο προέρχονται. Η μέθοδος του πολλαπλασιασμού με μ.… …   Dictionary of Greek

  • νεόφυτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1.Καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ασκήτεψε στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Μαρτύρησε με ξίφος επί Διοκλητιανού ή Δεκίου. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου. 2. Μόνασε στο Βατοπέδι. Κατά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”